Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Ο θάνατος των παιδιών και ο Θεός







Το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο ενάντια στη θρησκευτική πίστη είναι ο θάνατος των παιδιών. «Τι Θεός είν’ αυτός, που αφήνει τα παιδιά να πεθαίνουν;».



«Το παιδί μου είναι δικό μου, ΑΝΗΚΕΙ ΣΕ ΜΕΝΑ, ΟΧΙ ΣΤΟ ΘΕΟ. Το θέλω εδώ, κοντά μου, μαζί μου, να το βλέπω και να το νιώθω. Δεν του δίνω κανένα δικαίωμα να μου το πάρει. Ακόμα κι αν ήξερα ότι θα το έβαζε στον παράδεισο, να είναι αιώνια ευτυχισμένο μαζί με το Χριστό, την Παναγία και τους αγίους, πάλι δεν του το δίνω – είναι δικό μου και το θέλω εδώ, μαζί μου».
Η εξέγερση αυτή είναι ανθρώπινη και, ως εκ τούτου, απόλυτα κατανοητή και δικαιολογημένη. Ο δεσμός γονιού και παιδιού (ιδίως μάνας και παιδιού) είναι τέτοιος, που, αν πεθάνει το παιδί, ο γονιός νιώθει να του ξεκολλάνε τα σωθικά του, όπως η μέλισσα όταν ρίχνει το κεντρί της και μετά πεθαίνει.
Φυσικά, είναι μια εξέγερση καθαρά συναισθηματική, όχι λογική. Αν θέλω το καλό του παιδιού μου (αν αγαπώ αληθινά το παιδί μου), θα προτιμήσω να είναι στον παράδεισο παρά στη γεμάτη πόνο και δάκρυα Γη. Όσο κι αν κάποιοι θα εξοργιστούν με αυτό που θα πω, το παιδί μου το θέλω κοντά μου ΓΙΑ ΜΕΝΑ, όχι γι’ αυτό. Αν ένας βασιλιάς το καλούσε να μείνει στο παλάτι του –λέει κάποιος άγιος– θα έκανα τούμπες από τη χαρά μου! Τώρα, που το κάλεσε ο Βασιλιάς του σύμπαντος για να μείνει στο αιώνιο και ολόφωτο Παλάτι Του, γιατί βουτιέμαι στα μαύρα, τραβάω τα μαλλιά μου και τον καταριέμαι;
Δεν ξέρεις σίγουρα αν υπάρχει παράδεισος; Ρώτα, ψάξε, μάθε. Ρώτα πρώτα πρώτα το Χριστό, που μίλησε για τη μετά θάνατον ζωή πολλές φορές. Ρώτα επίσης τους αγίους, που είδαν με τα μάτια τους το Φως του Θεού και έζησαν μέσα τους τη θεία χάρη, ακόμα και πριν πεθάνουν. Δες πώς οι ψυχές των αγίων που έζησαν στο παρελθόν ακούνε τις προσευχές μας και συχνά εμφανίζονται και κάνουν θαύματα. Και τέλος, δες πόσες περιπτώσεις υπάρχουν στην οικογένειά σου και στους φίλους σου (αν όχι και σε σένα) όπου νεκροί έχουν επικοινωνήσει με τους ζωντανούς σε όνειρα ή με άλλα σημάδια. Όλα αυτά «είναι ψέματα, συμπτώσεις, φαντασία»; Ερεύνησέ το πρώτα και μετά βγάλε το συμπέρασμά σου.
Είναι ανάγκη οι άλλοι να στηρίζουμε το γονιό που χάνει ό,τι πολυτιμότερο έχει. Γι' αυτό είμαστε Εκκλησία (=συνάντηση) και όχι μονάδες, για να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο με αγάπη και να μην αφήνουμε τον πληγωμένο να χάνει το δρόμο.
Το παρακάτω κείμενο μιλάει για την ασθένεια και την κοίμηση ενός οχτάχρονου κοριτσιού, κόρης μιας οικογένειας ορθόδοξων χριστιανών από τις ΗΠΑ. Η οικογένεια είχε στενή πνευματική σχέση με την Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού της Αλάσκας, το μοναστήρι του οποίου βρίσκεται στην Πλατίνα της Καλιφόρνιας. Εκεί ζούσαν ακόμη τότε (1972) μόνο οι ιδρυτές του, οι ιερομόναχοι π. Σεραφείμ Ρόουζ και π. Γερμανός Ποντμοσένσκυ. Εκεί οι γονείς και τ’ αδέρφια της μικρής Μάγκυ ανακάλυψαν την «άλλη πλευρά» του μυστηρίου του θανάτου (μετάβαση στον ουράνιο κόσμο) και εκεί έγινε ο τάφος του κοριτσιού. Η κατάληξη της περιπέτειας είναι μια τρομερή φράση της μητέρας του, που λίγοι μπορούν να την αντέξουν. Ας είναι αιώνια η μνήμη της. Και στα δικά μας.

Το κομμάτι προέρχεται από το βιβλίο του Ιερομόναχου Δαμασκηνού, π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ζωή και τα έργα του, μτφρ. μοναχός Παΐσιος Νεοσκητιώτης, Μυριόβιβλος 22007, τόμ. Β΄, σελ. 297-302
Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΚΥ

Όταν ήρθε στο ερημητήριο του Αγίου Γερμανού για πρώτη φορά το 1970, η Μαργαρίτα [6 ετών] ήταν η πρώτη γυναίκα που πέρασε τις πύλες του.
Το 1972, η μικρή Μάγκυ εμφάνισε κρίσεις και διαγνώστηκε μια σπάνια ασθένεια αποκαλούμενη εγκεφαλίτιδα του Ντάουσον. Οι γιατροί είπαν ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι σχετικά με αυτή την ασθένεια και ότι η Μάγκυ θα πέθαινε στο διάστημα μεταξύ έξι εβδομάδων και δύο ετών.
Κατά την οδυνηρή περίοδο της ασθένειας της Μάγκυ, ο μεγαλύτερος γιος του Βλαδίμηρου και της Σίλβιας, Θωμάς (ο αναδεξιμιός του π. Σεραφείμ), είπε στους γονείς του ότι ήθελε να μείνει στο ερημητήριο της Πλατίνα. Ο Θωμάς ήταν τότε μόλις δώδεκα ετών. Ενθυμούμενος τους λόγους για τους οποίους ήθελε να πάει, είπε αργότερα: «Η Πλατίνα ήταν μια περιπέτεια, όπως όταν πηγαίνει κάποιος σε κατασκήνωση. Αλλά ο κύριος λόγος που θέλησα να μείνω εκεί, ήταν επειδήαισθάνθηκα ότι υπήρχε αγάπη».
Ο Βλαδίμηρος και η Σίλβια με χαρά έδωσαν την άδεια στο γιο τους να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. «Αισθανθήκαμε ότι ήταν το ιδανικό μέρος για να στείλουμε τους γιους μας να μείνουν για λίγο» αναπολεί ο Βλαδίμηρος. «Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, η θέρμανση ήταν ανεπαρκής και η προσέλευση στο σχολείο σήμαινε δυο μίλια οδοιπορία σε κατήφορο, που το χειμώνα ήταν χιονισμένος, αυτό ήταν σαν να είχε κατεβεί ο ουρανός στη γη». […]
Στη γιορτή της Κοιμήσεως τη Θεοτόκου, τον Αύγουστο του 1972, ο Βλαδίμηρος και η Σίλβια ήρθαν στο μοναστήρι με τα άλλα παιδιά τους, συμπεριλαμβανομένης και της Μάγκυ. «Η ασθένεια της Μάγκυ είχε προχωρήσει πάρα πολύ τότε» θυμάται η Σίλβια. «Ένα μεγάλο μέρος του εγκεφάλου της είχε καταστραφεί από τον ιό. Καθώς κατεβαίναμε το λόγο, αφού φύγαμε από το μοναστήρι, φθάσαμε σε μια δύσκολη στροφή. Εκείνη τη στιγμή η εννιάχρονη κόρη μας Σεσίλια, που ήταν ένα έτος μεγαλύτερη από την Μάγκυ, είπε στην μικρότερη αδελφή:“Μάγκυ, πες μια προσευχή!”. Η Μάγκυ είπε: “Σε αγαπάω, Θεέ μου!”. Εκείνες ήταν οι τελευταίες λέξεις της· μετά από αυτό δεν μπόρεσε να μιλήσει».

«ΠΗΓΕ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ»

Το Νοέμβριο του 1972, ενόσω ο Θωμάς βρισκόταν στο μοναστήρι για περίπου τέσσερις μήνες, η Μάγκυ πέθανε.
 Το επόμενο πρωί πολύ νωρίς, οι δυο πατέρες [Σεραφείμ & Γερμανός] και ο Θωμάς πήγαν οδικώς στο Σαν Φρανσίσκο για να συναντήσουν την οικογένεια Άντερσον. Στον δρόμο σταμάτησαν σε ένα βενζινάδικο και ο π. Σεραφείμ τηλεφώνησε στη μονή της γερόντισσας Αριάδνης, όπου έμεναν οι Άντερσον. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, ο π. Σεραφείμ άρχισε να εξηγεί στο Θωμά πως οι ψυχές των αθώων παιδιών, όπως η Μάγκυ, οδηγούνται στον ουρανό από το Θεό. Μαντεύοντας το λόγο, για τον οποίο ο π. Σεραφείμ το έλεγε αυτό, ο Θωμάς ρώτησε: «Πέθανε;».
«Όχι» απάντησε ο π. Σεραφείμ. «Πήγε στον ουρανό». Ο Θωμάς δεν ήθελε να κλάψει, αλλά ο π. Σεραφείμ τον αγκάλιασε και του είπε: «Αν θέλεις να κλάψεις, κλάψε». Με αυτό, ο π. Σεραφείμ άρχισε ο ίδιος να κλαίει και τα δάκρυά του μοιράστηκαν το αγόρι και ο π. Γερμανός.
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΣΙΛΒΙΑ

Όταν οι πατέρες συνάντησαν την οικογένεια του Άντερσον, η Σίλβια είχε ένα αίτημα. Έχοντας πάρει την ιδέα από το Θωμά, τους παρακάλεσε να επιτρέψουννα ταφεί η Μάγκυ στο μοναστήρι. Είπε ότι θα ήταν μεγάλη παρηγοριά μέσα στη θλίψη της να ξέρει ότι θα μπορούσε να πάει στο ήρεμο καταφύγιο του δάσους και να καθίσει κοντά στον τάφο της κόρης της και να προσευχηθεί.
Επιθυμώντας να εκπληρώσουν το αίτημά της, οι πατέρες πήραν ευλογία από τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο και άδεια από τις τοπικές αρχές για να θάψουν το νεαρό κορίτσι στο μοναστήρι.
ΣΤΗ «ΜΙΚΡΗ ΜΟΝΗ»

Η κηδεία της Μάγκυ έγινε στη «μικρή μονή» της οδού Φελλ στο Σαν Φρανσίσκο, εκεί όπου ο Βλαδίμηρος και η Σίλβια είχαν έρθει για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την ορθοδοξία.
Όλες οι μοναχές συγκεντρώθηκαν για να προσευχηθούν δίπλα στο ξύλινο φέρετρο της Μάγκυ. Βλέποντας το παιδί ντυμένο στα λευκά, με βλέμμα ειρήνης στο όμορφο και αθώο πρόσωπό της, πολλές από τις ρωσίδες γυναίκες έκλαψαν. Είπαν ότι έμοιαζε με άγγελο. Τα υπόλοιπα έξι παιδιά του Βλαδίμηρου στάθηκαν επίσημα κρατώντας κεριά, όσο διαβάζονταν προσευχές για την αναπαυμένη αδελφή τους.
Ενόσω στέκονταν δίπλα από το φέρετρο με τις μοναχές, πλησίασε τους πατέρες Γερμανό και Σεραφείμ ο φίλος της Μάγκυ Θεόφιλος. «Μπορώ να έρθω και να ζήσω μαζί σας;» ρώτησε το αγόρι.
«Γιατί;» ρώτησε ο π. Γερμανός.
«Θέλω να ζήσω στο δάσος, όχι στην πόλη. Η μητέρα μου με αφήνει, αν συμφωνείτε».
«Καλά, τώρα έχουμε ήδη τον Θωμά μαζί μας» εξήγησε ο π. Γερμανός. «Αλλά, όταν φύγει, μπορείς να έρθεις και να μείνεις».
«Υπόσχεστε;».
«Υπόσχομαι!».
ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ

Μετά από την κηδεία, το φέρετρο τοποθετήθηκε στο φορτηγό του μοναστηριού. Οι πατέρες οδήγησαν μέχρι την Πλατίνα μαζί με τους γιους του Βλαδίμηρου, Θωμά και Βασίλειο. Κατά τη διάρκεια του πεντάωρου ταξιδιού, έψαλλαν το «Χριστός ανέστη» και άλλους ορθόδοξους ύμνους, οι οποίοι χρησίμευσαν στο να εξυψώσουν το πνεύμα τους και να τους υπενθυμίσουν τον παράδεισο.
Έφτασαν στο μοναστήρι πρώτοι και μετέφεραν το φέρετρο στη μέση της εκκλησίας. Όταν έφθασαν και οι υπόλοιποι της οικογένειας του Άντερσον, ο π. Γερμανός τους είπε: «Τώρα πρέπει να αγρυπνήσουμε. Ο καθένας πρέπει να συμμετέχει στην ανάγνωση του Ψαλτηρίου».
Εν τω μεταξύ, ο καθένας ανέλαβε εκ περιτροπής να σκάψει στον τάφο, που βρισκόταν στο λόφο, σε μια περιοχή που είχε επιλέξει η Σίλβια. Όπως θυμάται ο Θωμάς: «Ο π. Σεραφείμ έσκαβε πιο σκληρά απ’ όλους».
Το βράδυ, η Βαλεντίνα Χάρβεϋ, συνοδευόμενη από την οκτάχρονη κόρης της Αλεξάνδρα, ήρθε στο μοναστήρι για επίσκεψη. Οι Χάρβεϋ δεν ήξεραν τους Άντερσον, πόσο μάλλον ότι το παιδί τους είχε πεθάνει. Περπατώντας στην εκκλησία, η Βαλεντίνα και η Αλεξάνδρα έμειναν έκπληκτες όταν είδαν ένα φέρετρο στη μέση του ναού, το οποίο πρόσεχαν παιδιά με κεριά. Ο ερχομός τους αυτή τη στιγμή ήταν μια ενδιαφέρουσα «σύμπτωση», γιατί πολλά χρόνια αργότερα η Αλεξάνδρα επρόκειτο να παντρέψει το γιο του Βλαδίμηρου Βασίλειο.
Η Μάγκυ δεν έμεινε μόνη της κατά τη διάρκεια της νύχτας· το Ψαλτήρι διαβαζόταν χωρίς διακοπή από τους πατέρες και την οικογένεια.
ΤΑΦΗ

Το επόμενο πρωί το φέρετρο μεταφέρθηκε στο μέρος που θα γινόταν η ταφή. Ένα από τα αγόρια περπατούσε μπροστά από την πομπή, φέρνοντας ένα σταυρό που η Σιλβια είχε φτιάξει με τριαντάφυλλα. Από πίσω, οι πατέρες πρόσεχαν τη σοβαρή ομάδα παιδιών που ανέβαινε το λόφο. Τα ευγενή πρόσωπα των παιδιών φωτίζονταν από τα τρεμάμενα κεριά τους, τα οποία προσέδιδαν ακόμη περισσότερη ειρήνη στο δάσος, που, στο τέλος του φθινοπώρου, ήταν ζωγραφισμένο με σκιές από χρυσό. Μια ελαφίνα και το μικρό της κάθονταν εκεί κοντά, βλέποντας ήσυχα την πομπή και τον ενταφιασμό.
Όταν ο τάφος της Μάγκυ καλύφθηκε με χώμα, ο π. Γερμανός μίλησε στην οικογένεια. «Είστε τυχεροί» είπε, «που η κόρη σας, η αδελφή σας, μπορεί να πεθάνει και να ταφεί εδώ στην ελευθερία. Δεν διώκεστε, όπως στη Σοβιετική Ένωση. Την κηδεύετε με χριστιανικό τυπικό, θα έρχεστε εδώ για να προσευχηθείτε… Και είσαστε τυχεροί επίσης που κάποιος που πρόσφατα έζησε μεταξύ σας πηγαίνει τώρα στον ουρανό να προσευχηθεί για μας. Την έχουμε ως ουράνια προστάτιδά μας και την παραδίδουμε στο Θεό».
Με αυτή τη σκέψη στις καρδιές όλων, η ατμόσφαιρα του ενταφιασμού δεν ήταν μια ατμόσφαιρα θλίψης, αλλά μάλλον χαράς – χαρά, για τη γνώση ότι, μέσω της θυσίας του Χριστού και του θριάμβου Του στο θάνατο, αυτοί που τον ακολουθούν μετά το θάνατό τους πηγαίνουν στον παράδεισο και τα σώματά τους περιμένουν την ανάσταση.
«Όλη η θλίψη φάνηκε να χάνεται στη χαρά» έλεγε κατόπιν ο π. Σεραφείμ, «και όλη η ώρα φάνηκε σαν Πάσχα. Τα παιδιά ακτινοβολούσαν από χαρά! Πόσο ακατανόητοι είναι οι τρόποι του Θεού με μας και πόσο φιλεύσπλαχνος είναι!».
Κοντά στον τάφο της κόρης της με δάκρυα χαράς, η Σίλβια είπε στους πατέρες:«Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου». Ο καρπός της κοιλίας της, ήξερε, βρισκόταν ήδη στον ουρανό και προσευχόταν γι’ αυτήν στη γη.
Μόλις οι Άντερσον είπαν το τελευταίο αντίο τους και έφυγαν για το σπίτι τους στο Γουίλιτς, άρχισε να βρέχει· άλλο ένα σημάδι της χάρης Του. Οι πατέρες συλλογίστηκαν την πρόνοια του Θεού, πως το πρώτο κορίτσι που μπήκε ποτέ στο ερημητήριό τους είχε την τελική ανάπαυσή του εκεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου