Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Μάνα, αξιώθηκες να γίνεις συνδημιουργός του Θεού!

i

Πρεσβυτέρας Δήμητρας Μανώλη

Η εκκλησία μας τιμά πολλές φορές το χρόνο την Παναγία μας. Αυτή η Αγία Κόρη, αξιώθηκε να γίνει μάνα του ίδιου Θεού της, μ’ όλες τις χαρές και τις λύπες που μπορεί να πάρει ως μάνα μια γυναίκα σ’ αυτό τον κόσμο. Τιμούμε, επομένως, τη Μεγάλη Μάνα και κάθε μνήμη Της μας θυμίζει τη θυσία Της, την ταπείνωσή Της, την προσφορά Της, την αγάπη Της και την παρρησία Της στο Γιο Της.

Mάνα, εσύ γιορτάζεις εκκλησιαστικά τη μέρα της Υπαπαντής του Κυρίου μας, τότε που η Παρθένος, ως μάνα, έφερε το Γιο της για σαραντισμό στην εκκλησία. Η γιορτή του Μαΐου, είναι γιορτή του εμπορίου.

Μάνα, αξιώθηκες να γίνεις συνδημιουργός του Θεού, γιατί, εσύ με το αίμα σου έθρεψες  μόνο τη φθαρτή του σάρκα. Την ψυχή του παιδιού ξαναφύσηξε ο ίδιος ο Θεός, όπως και στους πρωτοπλάστους, την ώρα της σύλληψης. Ψυχή δε μπορείς να δώσεις. Αυτή ανήκει στο Θεό και σ’ αυτόν επιστρέφει.

Έχοντας σαν πρότυπό σου, την Παναγία, μπορώ να πω, πως μάνα σημαίνει: θυσία, προσφορά, αγάπη, ταπείνωση, προσευχή.

Μάνα, και μόνο από το ό,τι έγινες μάνα, είσαι ιερό πράγμα και ανεξάρτητα από τα μειονεκτήματα ή έστω κάποιες κακίες σου, πρέπει να σε τιμούν. Ίσως οι άντρες να μη νιώθουν τι σημαίνει να κυοφορείς ένα παιδί. Εσύ κυοφορείς, μεγαλώνεις, κουράζεσαι, ξενυχτάς, δακρύζεις, αναστενάζεις, χαίρεσαι. Πονάς για τα λάθη σου, για τα λάθη του παιδιού σου, για την ανταρσία του. Κι εκείνο μεγαλώνει και μια μέρα ανοίγει τα φτερά του, πετά και φεύγει.

Το άδειασμα τώρα της φωλιάς, μπορεί να φέρει πόνο, αντίδραση προς το πρόσωπο που πήρε το παιδί σου, μελαγχολία, απογοήτευση, προβλήματα στον εαυτό σου, και στο ίδιο το αγαπώμενο πρόσωπο, το παιδί σου, ή αντίθετα, καρποφορία και πλούσια πνευματική κληρονομιά.

Εδώ βρίσκεται το κλειδί της ευτυχίας σου, μητέρα. Αν έχεις καταλάβει, πως στη ζωή σου όλα έχουν ένα τέλος, μια ημερομηνία λήξεως, όλα πεθαίνουν. Πεθαίνει η κυοφορία, για να δώσει τη θέση της στο θηλασμό. Και ο θηλασμός στα πρώτα βήματα κι αυτά οδηγούν στην ανεξαρτησία, στο νηπιαγωγείο, στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο κι έπειτα στο δικό του σπίτι.

Σαν σοφή και συνετή μητέρα, ξέρεις απ’ την κυοφορία σου ακόμη, πως μια μέρα, η αποστολή σου αυτή θα τελειώσει. Δε μεγαλώνεις το κτίσμα σου, μα είσαι η δούλη στο μεγάλωμα του παιδιού σου και πρέπει κι εσύ ν’ αναφωνείς μαζί με τη μητέρα του Κυρίου το: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».

Δένεσαι όμως με το παιδί σου πολύ, πάρα πολύ, μια εικοσαετία περίπου δεμένοι. Σου είναι δύσκολο να το αποχωριστείς. Αναπτύχθηκε μια στενή σχέση μεταξύ σας. Στο κάθε άνοιγμα της πόρτας μια φράση άκουγες «Πού είναι η μαμά;». Ένοιωθες αναντικατάστατη. «Μαμά, μαμά, μαμά». Ακόμα και στον ύπνο σου άκουγες αυτή τη λέξη, και πεταγόσουν.

Και τώρα που το μεγάλωσες, τελείωσες; Είσαι η περιφρονημένη κι άχρηστη γριά, χωρίς λόγο και πρωτοβουλία; Δεν θα ξανακούσεις την τόσο αγαπητή σου λέξη «μάνα», «μαμά»; Τελείωσε η βασιλεία σου; Δε χρειάζεσαι πουθενά; Ξόφλησες και επομένως σου παίρνουν το στέμμα;

Όχι, η βασιλεία σου δε χάνεται. Το βασίλειό σου τώρα στήνεται μεταξύ ουρανού και γης. Έρχεται η εκούσια ταπείνωση σου, όχι, ο εξευτελισμός.

Σαν σωστή, πνευματική μάνα, δίνεις μόνη σου το στέμμα σου. Το παραδίδεις θεληματικά κι αυτό φαίνεται απ’ τα απλά πράγματα.

Γνωρίζω μια τέτοια μητέρα. Είχε μόλις αρραβωνιάσει το γιο της κι εκείνος μαζί με τη μέλλουσα νύφη της θα ξεκινούσαν για ένα ταξίδι. Αυθόρμητα, όπως είχε συνηθίσει ο γιος, ρώτησε τη μάνα: «Μαμά να πάρω μπουφάν;». Κι η μάνα, σα να ντράπηκε και είπε: «Εμένα ρωτάς, παιδί μου; Τη γυναίκα, που έχεις δίπλα σου, να ρωτάς τώρα πια». Κι η κοπέλα ξαφνιασμένη απάντησε: «Πού να ξέρω κι εγώ μαμά; Τη μαμά μου θα ρωτούσα κι εγώ», της είπε με απλότητα. «Δεν πειράζει, κορίτσι μου, που δεν ξέρεις. Απ’ τα λάθη σας θα διδαχτείτε». Και διακριτικά τους άφησε μόνους.

Τι ωραίος τρόπος να ανεβάσει μια μάνα στα μάτια του παιδιού της τη γυναίκα του. Μα και ταυτόχρονα, χωρίς να το επιζητεί, ανέβηκε κι εκείνη στα μάτια της νύφης της.

Υιοθετείς, επομένως,  το καινούριο μέλος και του δίνεις, όχι πια, ισάξια θέση πλάι στο παιδί σου, μα, το ανεβάζεις πιο ψηλά από σένα. Τη γνώμη σου πια δεν τη θεωρείς σπουδαία.

Χαίρεσαι, που άλλη τώρα θα αναλάβει τις φροντίδες του γιου σου. Κόρη μου, σου χαρίζω το γιο μου, είπε μια μάνα στη νύφη της, όταν της φορούσε τα χρυσαφικά της, στους αρραβώνες. Αν τον κάνεις ευτυχισμένο, θα χαίρομαι για την επιλογή του. Αν σε κάνει ευτυχισμένη, θα καμαρώνω για την ανατροφή του. Σου χαρίζω. Όταν χαρίζω, δεν το ζητώ πίσω. Δεν ζηλεύω τη χρήση του. Δε μ’ ενδιαφέρει η εκμετάλλευσή του. Ό,τι θέλει ας το κάνει. Εγώ χαίρομαι, που το χάρισα.

Χαίρομαι, που το χρησιμοποιεί και το θέλει κάποιος άλλος πολύ, τόσο πολύ, όσο το ήθελα και εγώ το πλάσμα μου, το παιδί μου.

Η καρδιά σου, πιστή μάνα, όσο τα χρόνια περνούν, πλαταίνει. Μεγαλώνει για να χωρέσει γαμβρούς και νύφες. Τους γαμβρούς πιο εύκολα χωρά, τις νύφες, όχι. Είναι η  βασιλεία βλέπετε, ο θρόνος. Ποιος θα εξουσιάζει;

Η μακαριστή μητέρα μου είχε  συναντήσει μια παλιά γνώριμή της.
- Τα πάντρεψες τα παιδιά σου, Βάσω; ρώτησε εκείνη.

- Τα πάντρεψα, απάντησε η μάνα μου. Εσύ; Τα πάντρεψες;

- Τα πάντρεψα, τα πάντρεψα, είπε χαρούμενη. Έκανα ένα γαμπρό, μάλαμα. Διαμάντι ακριβό, δεν υπάρχει καλύτερο παιδί. Στα μάτια την κοιτάζει την κόρη μου. Χατίρι δεν της χαλάει. Στο κρεβάτι της πάει το δίσκο με το φαγητό. Μεγάλη τύχη. Καλό παιδί.

- Το παιδί το πάντρεψες;

- Αχ, το πάντρεψα, που να μην το πάντρευα. Άτυχο, Βάσω μου. Πήρε μια! Τίποτα δεν κάνει. Όλα, το παιδάκι μου, τα κάνει!

Τι διαφορά σκέψης; Η ίδια μάνα, να αισθάνεται διαφορετικά για το γιο, από το γαμπρό. Βλέπετε ήταν άλλης μάνας γέννα.

Αν τακτοποίησες τα παιδιά σου, θέλεις χρόνο, πολύ χρόνο τώρα. Μέστωσες, ωρίμασες. Οι εμπειρίες της ζωής σου σ’ έκαναν προσωπικότητα. Τα λάθη σου σε δίδαξαν. Κατάλαβες πως «ουκ επ΄ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος». Κι αν στα δικά σου παιδιά, έδινες μόνο υλική τροφή, τώρα, που θα ’ρθουν τα εγγόνια, ώριμη πια όπως είπαμε θέλεις χρόνο, πολύ χρόνο, για προσευχή και μελέτη, κι απ΄ τη μελέτη σου να βρίσκεις κατάλληλες ιστορίες που θα θρέψουν πνευματικά τα μικρά σου ή και τα μεγάλα εγγόνια.

Μη ζητάς να μπαινοβγαίνεις στο σπίτι του παιδιού σου, ούτε κι εκείνο συχνά πυκνά να βρίσκεται σε σένα. Πρέπει να καταλάβεις κι εσύ κι εκείνο, πως το περιμένει εναγωνίως, ένα άλλο πρόσωπο -κι αλλοίμονο αν δεν το καρτερούσε έτσι- για να καταφέρουν να ζήσουν ως τα βαθιά γεράματά τους μαζί.

Να θυμάσαι πως το σπίτι του παιδιού σου, δεν είναι δικό σου σπίτι. Κι όπως σε ένα μοναστήρι δεν μπορείς, να μπεις και να βγεις, όποια ώρα θέλεις ή να ανοίξεις, όποια πόρτα βρεις μπροστά σου, να φας ότι θέλεις, έτσι και στο καινούριο σπιτικό. Μπαίνεις και βγαίνεις μόνο, όταν σου ζητηθεί και κάνεις μόνο, ότι σου ζητήσουν. Όχι, εκείνο, που ίσως, από αγάπη, επί πλέον σκέφτηκες να κάνεις. Το επί πλέον προσβάλλει την οικοδέσποινα, τη βασίλισσα αυτού του σπιτιού.
Δεν μπερδεύεσαι στα πόδια της, την αφήνεις να βασιλεύει, όπως θέλει. Βασίλειό της άλλωστε είναι. Ό,τι και όπως θέλει, θα κανονίσει τα του οίκου της. Σέβεσαι τους κατοικούντας σ’ αυτό για να σε σεβαστούν και εκείνοι. Έτσι δε θα δημιουργήσεις προβλήματα συνύπαρξης. Θα είσαι αγαπητή κι ευπρόσδεκτη -άλλωστε αυτό κατά βάθος  κι εσύ επιζητείς.

Το δικό σου, όμως, σπίτι είναι και του παιδιού σου, γιατί εκεί έζησε, μεγάλωσε, εκεί έχει τις ρίζες του.

Διακονείς, υπηρετείς και προσεύχεσαι. Θυμάμαι την πεθερά μου με τη φθαρμένη υγεία της, τι φτερά έβγαζε κάθε Κυριακή που περίμενε τα παιδιά και τα εγγόνια της. Κρατώντας το μπαστουνάκι της, κατάφερνε να φτιάξει δυο φαγητά για να ευχαριστήσει τις νύφες της, που πολλές φορές έφταναν εκεί και μουτρωμένες!

Η καρδιά σου, μάνα, δε συνερίζεται τα λάθη των νέων. Είσαι γεμάτη αγάπη και προσφέρεις  στο Θεό θυμίαμα εύοσμο τις προσευχές σου. Γίνεσαι διαβιβαστής και ανεβάζεις στο θρόνο Του τα προβλήματα της νεότητας. Λες, εσύ εκείνα, που ίσως,  δεν μπορεί να πει ο νέος, λόγω της απιστίας του, του άγχους του ή του χρόνου που δεν διαθέτει.

Έτσι ζώντας και βιώνοντας από τη γη τον παράδεισο, δεν έχεις χρόνο για παράπονα – γιατί δεν ήρθαν να με δουν, δεν μου τηλεφωνούν συχνά – δεν βλέπεις  παραμερισμό, δεν περιμένεις από τους άλλους , οι άλλοι περιμένουν από σένα. Όπως στα νιάτα σου, έτσι και τώρα, δεν προλαβαίνεις, να δίνεις, να δίνεις, να δίνεις, ό,τι η καρδιά σου και οι δυνάμεις σου προστάζουν.

Θα πρόσεξες, μάνα, πως αναφέρομαι στις δυο μανάδες. Τη μάνα που μας έφερε στον κόσμο και τη δυο φορές μάνα, τη γιαγιά. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τη μια απ’ την άλλη. Άλλωστε, δεν απέχουν πολύ αυτές οι δυο ιδιότητες, γιατί στη δύση της μιας μάνας βρίσκεται η ανατολή της άλλης. Ευτυχισμένες υπάρξεις όσες είχαν την ευλογία από το Θεό να γνωρίσουν γιαγιά, να ακουμπήσουν στα γόνατά της, να νανουριστούν, να νιώσουν την αγάπη μέσα στην αγκαλιά της. Στη σημερινή εποχή αυτή αναλαμβάνει το μεγάλωμα και την ανατροφή των εγγονών της μια που οι γονείς όλο και λιγότερο ασχολούνται με τα παιδιά τους, λόγω των συνθηκών εργασίας.

Σήμερα αναφερόμαστε στην πιστή ορθόδοξη μάνα και γιαγιά. Τα μαρτυρολόγια αναφέρουν πολλές γιαγιάδες που στήριξαν στην πίστη τα εγγόνια τους. Η γιαγιά, αφού δώσει τις κοσμικές έγνοιες και φροντίδες στα παιδιά της γαμπρούς και νύφες, μπορεί απερίσπαστη να ασχοληθεί με την πνευματική αναγέννηση των εγγονών της. Δυστυχείς όσοι δεν γνώρισαν μια τέτοια γιαγιά. Όσοι έχουν μεγαλώσει κοντά σε μια πιστή γιαγιά, έχουν πλούσια πνευματικά βιώματα και αισθάνονται γεμάτοι από αγάπη, ισχυροί στην πίστη, ζωντανά μέλη της εκκλησίας.

Στο βιβλίο της παλιά Διαθήκης ο Τωβίτ μιλάει για τη γιαγιά του Δεββώρα. Το πιο πιθανό δε γνώρισε καθόλου τη μητέρα του. Τι γυναίκα ήταν αυτή; Τι θησαυρός γιαγιάς; Ήξερε το νόμο του Θεού η Δεββώρα, τον εφάρμοζε και τον δίδασκε στο εγγονάκι της. Το χειραγωγούσε μέχρι την εφηβεία του και μετά το παρακολουθούσε από τον ουρανό. Κατάφερε αυτή η γιαγιά να του εμφυτεύσει τόση πίστη, μα, και τόση δύναμη ψυχής, ώστε, αυτό το εγγονάκι της, να τηρεί τις εντολές του Θεού, σε χρόνια που όλοι οι νέοι της εποχής του είχαν ξεστρατίσει. Τονίζω το ‘όλοι’.

Γιατί όπως διαβάζουμε στην ιστορία του «καγώ μόνος επορευόμην πλεονάκις εις Ιεροσόλυμα εν εορταίς καθώς γέγραπται… καθώς ενετείλατο Δεββώρα η μήτηρ του πατρός μου». Τι ήταν φυσικό να κάνει στα χρόνια εκείνα κι ο νέος μας; Ό,τι οι πολλοί. Φαντάζεστε τι ειρωνείες και κοροϊδίες θα έλαβε το παιδί αυτό, καθώς το βλέπανε τρείς φορές το χρόνο να κάνει πορεία 40 ωρών; Περίπου τρείς ημέρες να πάει με τα πόδια και τρείς ημέρες να γυρίσει. Κάπου εφτά ημέρες κουραστικό ταξίδι, όχι μια, μα τρείς φορές το χρόνο. Καθώς ενετείλατο Δεββώρα. Όπως μου το είπε η Δεββώρα, η γιαγιά μου. Νόμος για αυτόν.
Αυτή είναι σωστή γιαγιά ή τουλάχιστον αυτή πρέπει να ‘ναι. Η αποστολή της δεν είναι να μεγαλώσει ταΐζοντας και προσέχοντας ένα παιδί -αυτό το κάνει και μια οποιαδήποτε γυναίκα- αλλά να το ταΐσει με άρτο ζωής  να του μάθει πως θα ζει αιώνια τηρώντας τις εντολές του Θεού.

Τι προσωπικότητα ακέραια πρέπει να ήταν αυτή για να κάνει αληθινά γενναίο και τόσο πιστό το εγγόνι της. Πού να βρεις σήμερα τέτοιες γιαγιάδες; Κι έρχεται το παιδί και σου λέει –είμαι η μόνη που δεν έχω φίλο, είμαι ο μόνος που δεν καπνίζω ή δεν ξημερώνω ή που πηγαίνω στην εκκλησία και στο κατηχητικό και… ντρέπομαι. Αν ντρέπεται το εγγόνι σου, νομίζω πως το σπίτι του δεν έχει γιαγιά Δεββώρα. Δεν φυτεύεις στο εγγόνι σου, δε ζεις, δε βιώνεις, δε δείχνεις παράδειγμα μίμησης.

Και για να μη λέμε, άλλες εποχές τότε. Άλλαξαν οι καιροί. Θα μιλήσουμε για τη γιαγιά Φιλιώ, που έζησε… πολύ κοντά στα δικά μας χρόνια.

Ο π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης είναι έγγαμος, κληρικός, ψυχίατρος και διδάκτορας Θεολογίας. Σε μια ομιλία του αναφέρθηκε στην εκλεκτή γιαγιά του.

«Ελάτε, να ξενοικοκυρέψετε το δικό μου σπίτι, γιατί οι μανάδες σας έχουν άλλες έγνοιες να φροντίσουν. και κάναμε τιμόνια τα καπάκια απ’ τις κατσαρόλες, λεωφορείο το τραπέζι της κουζίνας που σαν είμαστε μικρά μας χωρούσε όλα τα εγγόνια της.

Συνηθίσαμε να περνούμε απ’ το σπίτι της και σαν μεγαλώσαμε για να δοκιμάσουμε ένα γλυκό της ή και χωρίς λόγο. Κάτι μας τραβούσε κοντά της. Αργότερα περνούσαμε και σαν φεύγαμε για το πάρτι. Ήξερε που πηγαίναμε. Ποτέ δεν έμπαινε στον πειρασμό να ρωτήσει. Σηκωνόταν μας φιλούσε ευχόταν να περάσουμε καλά κι ύστερα πρόσθετε «να έχετε το Χριστό στην καρδιά σας εκεί που θα είστε, κι ας κάνετε ότι θέλετε».

Κι όταν κινούσαμε να φύγουμε μας σταύρωνε κι ευχόταν «Η Παναγιά μαζί σας». Και λίγο διστακτικά, σα να μην ήταν σίγουρη, αν έπρεπε να το ξεστομίσει, συμπλήρωνε: «Μην αργήσετε γιατί θα προσεύχομαι, όσο θα λείπετε και δεν αντέχω να ξενυχτάω».

Ομολογώ, πως δε δίναμε πολύ σημασία στα λόγια της -λέει ο π. Αδαμάντιος- λόγια γιαγιάδων λέγαμε, μα σαν μεγαλώσαμε θυμάμαι με νοσταλγία πόση τρυφερότητα και σιγουριά είχε το φιλί της, το χάδι της, η φωνή της. Πού να φανταστούμε τότε, πως αυτά που έλεγε τα ζούσε. Ήταν βαθύτατα πιστή, όχι απλά θρησκευόμενη. Με όλη της την ψυχή και όλο της το σώμα ήταν μέλος της Εκκλησίας.

Τα κατάλαβα όλα όσα έλεγε η γιαγιά μου, όταν βρέθηκα για σπουδές έξω από την Ελλάδα, τελειόφοιτος της ιατρικής και επισκέφθηκα τη Μονή του Προδρόμου στο Έσσεξ, στην Αγγλία. Ζούσε ακόμα ο γέρο-Σωφρόνιος – ένας σύγχρονος άγιος. Εκεί είδα, πως οι μοναχοί και οι μοναχές ζούσαν με τον τρόπο της γιαγιάς μου. Αναγνωριστικά σημάδια το κομποσχοίνι, το ανεπιτήδευτο χαμόγελο, η άνευ όρων αποδοχή του άλλου. Στη δεκαετία του 70 ήταν άγνωστα τα κομποσχοίνια στους κοσμικούς.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πήγα να επισκεφθώ τη γιαγιά μου και μισοαστεία μισοσοβαρά όπως πάντα της μιλούσα της είπα: -Τόσα κομποσχοίνια έχεις, δε θα μου δώσεις κι εμένα ένα; Σοβάρεψε απότομα. Σχεδόν βούρκωσε. «Περίμενε, είπε, και χώθηκε στη ντουλάπα της σκάλισε ανάμεσα σε σακούλες και δέματα, ώσπου ξέθαψε ένα μαντήλι σταυρωτά δεμένο. Το έλυσε και αποκάλυψε ένα μεταξωτό κομποσχοίνι. «Παρ’ το, μου είπε, είναι δικό σου. Στο φυλάω τρία  χρόνια και περίμενα πότε θα μου το ζητήσεις».

Όταν της παρουσίασα την αρραβωνιαστικιά μου, η γιαγιά έσκυψε να φιλήσει το χέρι της κοπέλας. Το τράβηξε εκείνη αμήχανη κι η γιαγιά με τρόπο παρακλητικό που δε σήκωνε όμως αντιρρήσεις, «μη το τραβάς, παιδί μου, δεν ξέρεις, τι μέλλον θα έχουν αυτά τα χεράκια»! Με την ίδια απλότητα μου έδωσε κι ένα κουτί με τα ιερατικά της βιβλία. «Παρ’ τα. Αν κάποιος από σας γίνει ιερέας να τα κρατήσει ο ίδιος. Αν όχι, θα βρεις κάποιο φτωχό ναό να τα δώσεις».

Να η διάκριση μιας αγίας γιαγιάς δεν προτρέχει, δε μιλά, σιωπά. Κι όμως ξέρει. Προφητεύει, φιλώντας τα χέρια της κοπέλας, πως θα γίνει πρεσβυτέρα και ο εγγονός της ιερέας. Όμως, δεν αναφέρεται στην ιεροσύνη που θα ακολουθούσε κι αφήνει τον εγγονό με κάποιες ενοχές στη χειροτονία του. Γιατί να την αφήσω να φύγει από τον κόσμο αυτό και να μην της πω, πως έστω, σκέφτομαι την ιεροσύνη. Δεν το είχε αποφασίσει καν. Η γιαγιά το έβλεπε με της ψυχής τα μάτια.

Αυτή ήταν η γιαγιά του. Όπως προσευχόταν να γυρίσει από το πάρτι, έτσι προσευχόταν να γυρίσει κι απ’ το λαθεμένο του δρόμο. Ήταν πιστή. Προσευχόταν και περίμενε.

Ξέρεις, εσύ, πολλές τέτοιες γιαγιάδες στη σημερινή εποχή; Αν δεν ξέρεις, μην ψάχνεις να μάθεις, γιατί χάλασαν οι νέοι μας. Χάλασαν γιατί έλειψε η προσευχόμενη, μάνα και γιαγιά. Πήρε τη θέση της η μοντέρνα, της τηλεόρασης, της βόλτας, του καφέ.

Πολλές φορές παραπονιέσαι πως δε σε καταλαβαίνουν τα παιδιά σου. Τα πρώτα 6 χρόνια του γάμου μας τα πέρασα στη Θεσ/νίκη. Η μητέρα μου θεωρούσε ξενιτειά κι αυτή την πόλη. Εγώ γελούσα με τις σκέψεις της. Σήμερα που μεγάλωσα κι εγώ παιδιά, την καταλαβαίνω απόλυτα.

Η ωριμότητα είναι αποτέλεσμα χρόνου και εμπειριών. Ας έχεις υπομονή κι αγάπη για προσευχή και θα έρθει και η ωριμότητα των παιδιών, όπως ήρθε κι η δική σου κι ας μην προλάβεις εσύ να τη δεις. Θα την βλέπεις από τον ουρανό και θα χαίρεσαι. Τα λάθη τους είναι ο καλύτερος τρόπος ωρίμανσης της ψυχής τους. Να επιτρέψεις στα παιδιά σου, να κάνουν λάθη. Λάθη όμως, όχι ανεπανόρθωτα.

Μια μητέρα σταύρωνε την πλάτη των παιδιών της –για να μην τη βλέπουν- καθώς τα ξεπροβοδούσε…  «Θεέ μου δος τους και σήμερα μαλακές εμπειρίες μην πληγωθούν θανάσιμα. Μη χάσουν Εσένα,  Θεέ μου.

Δεν μπορείς, να ξέρεις, τι θα συγκινήσει ένα παιδί ή τι θα το βοηθήσει να βρει ξανά το δρόμο του. Το παράδειγμά σου ή και απλές ευλογημένες καθημερινές συνήθειες. Μη σου φανεί παράξενο αν πω, ακόμα και το άναμμα του καντηλιού.

Δεν ξέρω, αν έζησε η μάνα του καθηγητή της Παντείου σχολής, Χ. Γιανναρά για να διαβάσει το άρθρο που μετά από χρόνια θα δημοσίευε ο γιος της. Το διαβάζω για να αυξήσεις την ελπίδα σου, πως και στα δικά σου παιδιά, ίσως μετά από χρόνια, κάτι θα μιλήσει απ’ τη δική σου πνευματική προσπάθεια.

«Ξεκλείδωνα αθόρυβα – γράφει – μην ταράξω τον ύπνο της μητέρας μου. Επέστρεφα μεταμεσονύχτιες ώρες κουρασμένος. Από το θαμπό κρύσταλλο της κλειστής πόρτας, του δωματίου της, αχνόφεγγε ήρεμο φως. Ξάπλωνα και ρουφούσα τη γαλήνη της ανταύγειας του καντηλιού της. Δεν έχω γνωρίσει πληρέστερη γεύση παραδείσιας τρυφερότητας. με συνοδεύει όλα τα χρόνια της ζωής μου. Οι νύχτες της βασανιστικής αγρύπνιας και τα σκοτάδια μοναξιάς συμπυκνώνονταν με τη νυχτερινή γαλήνη του πατρικού μου σπιτιού. Ήταν σκληρά τα νεανικά μου χρόνια. Ευαίσθητος, απονήρευτος, αφελής και τραγικά διψασμένος. Στρεβλές επιλογές έκανα στη ζωή μου. Επιπόλαιες αποφάσεις, φιλόδοξες διακινδυνεύσεις. Η ανοχή και υπομονή της μητέρας μου απεριόριστη. Αγαπούσε θύτες και θύματα. Δίχως να με δικαιώνει, μα και δίχως να κατηγορεί όσους εκμεταλλεύτηκαν την ανωριμότητά μου. Δεν έχουμε άλλο όπλο προστασίας μόνο να ακουμπά η μνήμη μας σε κάποιο άξονα γαλήνης. Ίσως και μόνο στην ανταύγεια του καντηλιού και των προσευχών της μάνας μέσα στη νύχτα.

O γέροντάς μου, μου είχε πει : « Παιδί μου ότι είμαι, ότι έγινα, το χρωστώ στη γιαγιά μου.» Φαντάζομαι, πριν φτάσει να ευγνωμονεί ο εγγονός τη γιαγιά του, προηγήθηκαν τα παιδιά της αποδίδοντάς της την ευγνωμοσύνη τους. Πρέπει να ήταν αγία γυναίκα. Και συνέχισε: « Το πρώτο βράδυ του γάμου τους, σαν βρεθήκαν μόνοι η γιαγιά[νύφη] περίλυπη είπε στον παππού[γαμπρό] Αχ! Αλέξανδρε, τι έπαθα: Ξέχασα να πάρω το ξυπνητήρι απ’ το πατρικό μου και πως θα ξυπνήσουμε για το μεσονυκτικό;

Όχου, ακόμα εκεί, είσαι εσύ; Της απάντησε: Θα κοιμάσαι και η καρδιά σου θα προσεύχεται. Και η προσευχή θα σε ξυπνάει. Πώς, όταν θέλεις να πας κάπου ή να κάνεις κάτι, ξυπνάς συνέχεια;

Βλέπεις  ο παππούς ήταν ένα σκαλί παραπάνω απ’ τη γιαγιά. Είχε αποκτήσει την αδιάλειπτη προσευχή.

Έλα τώρα, μάνα, μαζί μου, να πάμε να συναντήσουμε τις δυο αυτές μανάδες τις συμπεθέρες, που πάντρευαν τα παιδιά τους. Με τι αρχές, αξίες και ιδανικά τα έχουν μεγαλωμένα, ώστε, ούτε την πρώτη νύχτα του γάμου τους δεν αφήνουν την προσευχή; Και αν θέλεις, έλα να τρέξουμε και λίγο πιο πίσω, στις μανάδες αυτών των μανάδων. Ισάξιες κι ίσως και καλύτερες πρέπει να ήταν κι εκείνες. Βλέπεις πως φτάνουν τα παιδιά μας στην ευλογία εφτά γενεών; Βλέπεις πως ο μοναχισμός κι ο γάμος έχουν κάτι κοινό – την προσευχή; Και αν αυτό δε σε έπεισε μπορώ να αναφέρω, πολλά τέτοια παραδείγματα, μα, δε θα εκμεταλλευτώ την καλοσύνη σας.

Η ζωή σου,  μάνα κινείται σε δυο άξονες. Στον ένα βάζεις την προσφορά, την αγάπη, τη θυσία και στον άλλο την προσευχή. ΄Εδινες πάντα ένα καλό φαγητό, ρούχα σιδερωμένα, πλήρωσες τις σπουδές τους, τις γλώσσες, τη μουσική, όλα καλά και άγια αυτά. Μα, αν τα άφησες χωρίς τις προσευχές σου, θυμίζεις τη Μάρθα. «Μάρθα, Μάρθα μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά, ενός δε εστί χρεία.» Η προσευχή είναι το μεγαλύτερο όπλο στα χέρια σου. Η Εκκλησία μας, σου έδωσε τέτοια πρότυπα πολλά, πάρα πολλά… Αγία Σοφία, αγία Ιουλίτα, Νόνα, Εμμέλεια, Ανθούσα, Αθανασία, Επιστήμη, Θεοδώρα, των συγχρόνων αγίων τις μάνες, τη μάνα του γέρο-Παισίου, του γέρο Ιακώβου, του γέρο Πορφύριου,  του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, τόσων και τόσων αγίων μανάδων.

Μάνα, είτε μεγαλώνεις τώρα τα παιδιά σου είτε τα μεγάλωσες, ποτέ δεν είναι αργά για προσευχή. Ξεκίνα τώρα χωρίς αναβολή. Κλείσε την τηλεόραση κι άνοιξε την καρδιά σου σε προσευχή.

Προσεύχεσαι νύχτα και μέρα. Γίνεσαι η ίδια προσευχή, φωνάζεις, ενοχλείς, θα λέγαμε, τη Μάνα του Ουρανού και της γης, τη βάζεις μεσίτρια και οι φωνές σου τελικά εισακούγονται.

Διαβάζουμε πως η Παναγία μας εμφανίζεται σε ανθρώπους προσευχής με τη φράση «Γιατί με ενοχλείς;». Καθήκον σου, επομένως,  αυτή η ενόχληση.

Μάνα,  πες τον πόνο σου, στο Θεό κι άφησέ Τον, να μιλήσει, όποτε, Εκείνος κρίνει στ’ αυτί και την καρδιά του παιδιού σου.

Μάνα, κραύγαζε νύχτα και μέρα, σκίσε με το μαχαίρι της πίστης σου τους ουρανούς, και υποχρέωσε τη Μεγάλη Μάνα, να αναλάβει τα παιδιά σου και τα παιδιά, όλου του κόσμου στην προστασία της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου